Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αδήος — ἀδῆος, ον (Α) βλ. ἀδήϊος … Dictionary of Greek
αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] … Dictionary of Greek